understand
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | understand |
γ΄ ενικό ενεστώτα | understands |
αόριστος | understood |
παθητική μετοχή | understood |
ενεργητική μετοχή | understanding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
επεξεργασίαunderstand (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) καταλαβαίνω, κατανοώ, ξέρω ή αντιλαμβάνομαι τη σημασία των λέξεων, μιας γλώσσας, τι λέει κάποιος κτλ.
- ⮡ When he speaks quickly, I cannot understand what he is saying.
- Όταν μιλάει γρήγορα, δεν καταλαβαίνω τι λέει.
- ⮡ You are not understanding me.
- Δεν με καταλαβαίνεις.
- ⮡ I don’t know how much I am understood.
- Δεν ξέρω κατά πόσο γίνομαι κατανοητός.
- ⮡ I’m not totally understanding your idea.
- Δεν αντιλαμβάνομαι εντελώς την ιδέα σας.
- ≈ συνώνυμα: catch, figure out, follow, get, grasp, make sense και tell
- ⮡ When he speaks quickly, I cannot understand what he is saying.
- (μεταβατικό) καταλαβαίνω, κατανοώ, ξέρω ή αντιλαμβάνομαι πώς ή γιατί συμβαίνει κάτι, πώς λειτουργεί ή γιατί είναι σημαντικό
- ⮡ I don’t understand French/math.
- Δεν καταλαβαίνω γαλλικά/τα μαθηματικά.
- ⮡ He doesn’t understand what a difficult situation we’re in.
- Δεν καταλαβαίνει σε τι δύσκολη θέση είμαστε.
- ⮡ His theory is hard to understand.
- Η θεωρία του είναι δύσκολο να κατανοηθεί.
- ⮡ I hope he understands his error.
- Ελπίζω να κατανοήσει την πλάνη του.
- ⮡ I completely understand his reasons for resignation/refusal.
- Κατανοώ απόλυτα τους λόγους της παραίτησής του/της άρνησής του.
- ⮡ I understand the seriousness of the situation.
- Αντιλαμβάνομαι τη σοβαρότητα της κατάστασης.
- ≈ συνώνυμα: get, grasp και tell
- ⮡ I don’t understand French/math.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) καταλαβαίνω, κατανοώ, γνωρίζω τον χαρακτήρα κάποιου, πώς νιώθει και γιατί συμπεριφέρεται με τον τρόπο που συμπεριφέρεται
- (μεταβατικό, επίσημο) αντιλαμβάνομαι, νομίζω, συμπεραίνω, καταλαβαίνω, πιστεύω ότι κάτι είναι αλήθεια επειδή μου έχουν πει ότι είναι
- ⮡ I understand that you intend to sell your house.
- Αντιλαμβάνομαι ότι θέλετε να πουλήσετε το σπίτι σας.
- ⮡ I understand that you wish to tell me something.
- Νομίζω ότι θέλετε να μου πείτε κάτι.
- ⮡ I understood him to be your friend.
- Νόμιζα (είχα την εντύπωση) ότι ήταν φίλος σου.
- ⮡ Am I to understand that you are resigning?
- Πρέπει να συμπεράνω (θέλετε να πείτε) ότι παραιτείστε;
- ⮡ You were alone from what I understand.
- Ήσουν μόνος, απ' ό,τι καταλαβαίνω.
- ⮡ I understand that you intend to sell your house.
- (μεταβατικό, it is understood that…) εξυπακούεται ότι, συμφωνείται χωρίς να χρειάζεται να ειπωθεί
- ⮡ When you are involved in public affairs, it is understood that you will lose part of your free time.
- Όταν ασχολείσαι με τα κοινά, εξυπακούεται ότι θα χάσεις ένα τμήμα από τον ελεύθερο χρόνο σου.
- ⮡ When you are involved in public affairs, it is understood that you will lose part of your free time.
Σύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- understand - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 78, 424. ISBN 9780194325684., λήμμα: αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω