Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας understand
γ΄ ενικό ενεστώτα understands
αόριστος understood
παθητική μετοχή understood
ενεργητική μετοχή understanding
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

  Ρήμα επεξεργασία

understand (en)

  1. καταλαβαίνω, σκαμπάζω, αντιλαμβάνομαι
    When he speaks quickly, I cannot understand what he is saying.
    Όταν μιλάει γρήγορα, δεν καταλαβαίνω τι λέει.
    I understand the seriousness of the situation.
    Αντιλαμβάνομαι τη σοβαρότητα της κατάστασης.
     συνώνυμα:  follow, get, make sense και tell
  2. κατανοώ
  3. συμπεραίνω

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία