make sense
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαmake sense (en) (ιδιωματισμός)
- έχω νόημα, είναι λογικό να κάνω
- ⮡ His attitude doesn’t make sense./His attitude makes no sense.
- Η στάση του δεν έχει νόημα.
- ⮡ His attitude doesn’t make sense./His attitude makes no sense.
- έχω νόημα, είναι εύκολο να το καταλάβω ή να το εξηγήσω
- (make sense of) βγάζω νόημα από, καταλαβαίνω κάτι που είναι δύσκολο ή δεν έχει ξεκάθαρο νόημα
- ⮡ Can you make sense of this poem?
- Βγάζεις νόημα από αυτό το ποίημα;
- ⮡ I can’t make sense of his attitude.
- Δεν βγάζω νόημα από τη στάση του.
- ⮡ Can you make sense of this poem?
Πηγές
επεξεργασία- sense (idioms): make sense - Oxford Learner's Dictionaries
- sense (idioms): make sense of - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 588. ISBN 9780194325684., λήμμα: νόημα