Ετυμολογία

επεξεργασία
make sense <  δείτε τις λέξεις make και sense

make sense (en) (ιδιωματισμός)

  1. έχω νόημα, είναι λογικό να κάνω
      His attitude doesn’t make sense./His attitude makes no sense.
    Η στάση του δεν έχει νόημα.
  2. έχω νόημα, είναι εύκολο να το καταλάβω ή να το εξηγήσω
      What he’s saying makes no sense at all.
    Αυτά που λέει δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα.
     συνώνυμα: add up
  3. (make sense of) βγάζω νόημα από, καταλαβαίνω κάτι που είναι δύσκολο ή δεν έχει ξεκάθαρο νόημα
      Can you make sense of this poem?
    Βγάζεις νόημα από αυτό το ποίημα;
      I can’t make sense of his attitude.
    Δεν βγάζω νόημα από τη στάση του.