ενεστώτας add up
γ΄ ενικό ενεστώτα adds up
αόριστος added up
παθητική μετοχή added up
ενεργητική μετοχή adding up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
add up < → δείτε τις λέξεις add και up

add up (en)

  1. (ανεπίσημο) έχει νόημα
    ⮡  What you say doesn’t add up.
    Αυτά που λες δεν έχουν νόημα.
     συνώνυμα: make sense
  2. (ανεπίσημο) συσσωρεύω, μεγαλώνω σε μικρές ποσότητες μέχρι να υπάρξει μεγάλο σύνολο
    ⮡  The interest that added up all these years…
    Ο τόκος που συσσωρεύτηκε ολ' αυτά τα χρόνια…
    ⮡  The costs are adding up.
    Μεγαλώνουν οι δαπάνες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη accumulate
  3. προσθέτω, υπολογίζω το σύνολο δύο ή περισσότερων αριθμών
    ⮡  We are adding up the expenses and subtracting them from the revenue.
    Προσθέτουμε τα έξοδα και τα αφαιρούμε από τα έσοδα.