add up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | add up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | adds up |
αόριστος | added up |
παθητική μετοχή | added up |
ενεργητική μετοχή | adding up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαadd up (en)
- (ανεπίσημο) έχει νόημα
- ↪ What you say doesn’t add up.
- Αυτά που λες δεν έχουν νόημα.
- ≈ συνώνυμα: make sense
- ↪ What you say doesn’t add up.
- (ανεπίσημο) συσσωρεύω, μεγαλώνω σε μικρές ποσότητες μέχρι να υπάρξει μεγάλο σύνολο
- ↪ The interest that added up all these years…
- Ο τόκος που συσσωρεύτηκε ολ' αυτά τα χρόνια…
- ↪ The costs are adding up.
- Μεγαλώνουν οι δαπάνες.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη accumulate
- ↪ The interest that added up all these years…
- προσθέτω, υπολογίζω το σύνολο δύο ή περισσότερων αριθμών
- ↪ We are adding up the expenses and subtracting them from the revenue.
- Προσθέτουμε τα έξοδα και τα αφαιρούμε από τα έσοδα.
- ↪ We are adding up the expenses and subtracting them from the revenue.