ενεστώτας accumulate
γ΄ ενικό ενεστώτα accumulates
αόριστος accumulated
παθητική μετοχή accumulated
ενεργητική μετοχή accumulating

accumulate (en)

  1. (μεταβατικό) συσσωρεύω, μαζεύω, αυξάνω σταδιακά σε αριθμό ή ποσότητα σε μια χρονική περίοδο
    ⮡  The organism accumulates useless pharmaceutical substances and can’t expel them.
    Ο οργανισμός συσσωρεύει άχρηστες φαρμακευτικές ουσίες και δεν μπορεί να τις αποβάλει.
    ⮡  Before long, he had accumulated a solid fortune.
    Σε λίγο είχε μαζέψει ολόκληρη περιουσία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη amass
  2. (αμετάβατο) συσσωρεύομαι, αυξάνομαι σταδιακά σε αριθμό ή ποσότητα σε μια χρονική περίοδο
    ⮡  Riches/debts are accumulating.
    Συσσωρεύονται τα πλούτη/τα χρέη.
     συνώνυμα:  accrue, add up, build up και stack up