Ετυμολογία

επεξεργασία
συσσωρεύω < ελληνιστική κοινή συσσωρεύω < αρχαία ελληνική σωρεύω < σωρός

συσσωρεύω (παθητική φωνή: συσσωρεύομαι)

  1. συγκεντρώνω σε ένα σημείο, σε υπερβολική ποσότητα, συνήθως ομοειδή αντικείμενα
  2. (κατ’ επέκταση) αυξάνω κάτι σε ποσότητα προσθέτοντας συνεχώς νέα αντικείμενα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία