Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συσσώρευση οι συσσωρεύσεις
      γενική της συσσώρευσης* των συσσωρεύσεων
    αιτιατική τη συσσώρευση τις συσσωρεύσεις
     κλητική συσσώρευση συσσωρεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συσσωρεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συσσώρευση < συσσωρεύ(ω) + -ση[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siˈso.ɾef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συσ‐σω‐ρευ‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συσσώρευση θηλυκό

  • η συγκέντρωση υπερβολικής ποσότητας σε ένα σημείο,συνήθως ομοειδών αντικειμένων

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία