buildup
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
buildup | buildups |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbuildup (en)
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η συγκέντρωση, μια αύξηση της ποσότητας κάτι σε μια χρονική περίοδο
- ⮡ the buildup of oil supplies/nuclear weapons - η συγκέντρωση αποθεμάτων πετρελαίου/πυρηνικών όπλων
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- buildup (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 830. ISBN 9780194325684., λήμμα: συγκέντρωση