ενικός         πληθυντικός  
buildup buildups

  Ετυμολογία

επεξεργασία
buildup < build + up

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

buildup (en)

  • (μη μετρήσιμο, ενικός) η συγκέντρωση, μια αύξηση της ποσότητας κάτι σε μια χρονική περίοδο
    ⮡  the buildup of oil supplies/nuclear weapons - η συγκέντρωση αποθεμάτων πετρελαίου/πυρηνικών όπλων

Άλλες μορφές

επεξεργασία