build
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
build | builds |
build (en)
- η μορφή του σώματος, η σωματοδομή
- → και δείτε τη λέξη σωματότυπος
- (πληροφορική) λογισμικό όπως αυτό έχει προκύψει από τον πηγαίο κώδικα και απευθύνεται στον τελικό χρήστη (end user)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Software build στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | build |
γ΄ ενικό ενεστώτα | builds |
αόριστος | built |
παθητική μετοχή | built |
ενεργητική μετοχή | building |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
build (en)
- χτίζω, η κατασκευή
- ⮡ They built a house.
- Έχτισαν ένα σπίτι.
- ⮡ The city was built on the side of the hill.
- Η πόλη ήταν χτισμένη στην πλαγιά του λόφου.
- ⮡ In the first days of the exercise, the soldiers must be trained in building trenches.
- Τις πρώτες μέρες της άσκησης οι στρατιώτες πρέπει να εκπαιδευτούν στην κατασκευή ορυγμάτων.
- ⮡ They built a house.