Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
build builds

build (en)

  1. η μορφή του σώματος, η σωματοδομή
    → και δείτε τη λέξη σωματότυπος
  2. (πληροφορική) λογισμικό όπως αυτό έχει προκύψει από τον πηγαίο κώδικα και απευθύνεται στον τελικό χρήστη (end user)

Δείτε επίσης

επεξεργασία
ενεστώτας build
γ΄ ενικό ενεστώτα builds
αόριστος built
παθητική μετοχή built
ενεργητική μετοχή building
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

build (en)

  • χτίζω, η κατασκευή
    ⮡  They built a house.
    Έχτισαν ένα σπίτι.
    ⮡  The city was built on the side of the hill.
    Η πόλη ήταν χτισμένη στην πλαγιά του λόφου.
    ⮡  In the first days of the exercise, the soldiers must be trained in building trenches.
    Τις πρώτες μέρες της άσκησης οι στρατιώτες πρέπει να εκπαιδευτούν στην κατασκευή ορυγμάτων.

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία