ενικός         πληθυντικός  
building buildings

  Ετυμολογία

επεξεργασία
building < build + -ing

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

building (en)

  1. το κτίριο
    ⮡  a renovated building - ανακαινισμένο κτίριο
  2. (μη μετρήσιμο) το χτίσιμο, η οικοδόμηση, η οικοδομή, η ανέγερση, η ενέργεια του χτίζω/οικοδομώ
    ⮡  the building of a house - το χτίσιμο ενός σπιτιού
    ⮡  They worked towards building a better world.
    Εργάστηκαν για το χτίσιμο ενός καλύτερου κόσμου.
    ⮡  illegal building - παράνομη οικοδόμηση
    ⮡  No home building permits will be given for these areas.
    Δεν θα δοθούν άδειες οικοδομής οικιών σε αυτές τις περιοχές.
    ⮡  This space has already been allocated for the building of a school.
    Αυτός ο χώρος έχει ήδη διατεθεί για την ανέγερση σχολείου.
     συνώνυμα: construction