ανέγερση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανέγερση | οι | ανεγέρσεις |
γενική | της | ανέγερσης* | των | ανεγέρσεων |
αιτιατική | την | ανέγερση | τις | ανεγέρσεις |
κλητική | ανέγερση | ανεγέρσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανεγέρσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ανέγερση < ελληνιστική κοινή ἀνέγερσις < αρχαία ελληνική ἀνεγείρω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ανέγερση θηλυκό
- η ενέργεια του ρήματος ανεγείρω, η οικοδόμηση, η κατασκευή ενός κτηρίου
- ※ Πιο κάτω, στην οδό Π. Τσαλδάρη 34, ένα από τα ωραία μικρά σπίτια της γειτονιάς με μια εξώθυρα που σε κάνει να σταματήσεις και να τη θαυμάσεις, έχει βάλει αγγελτήριο ανέγερσης νέας οικοδομής.
- Νίκος Βατόπουλος, Ενας κόσμος αποκαθηλωμένος στη Δάφνη, Η Καθημερινή, 24 Σεπτεμβρίου 2023
- ※ Πιο κάτω, στην οδό Π. Τσαλδάρη 34, ένα από τα ωραία μικρά σπίτια της γειτονιάς με μια εξώθυρα που σε κάνει να σταματήσεις και να τη θαυμάσεις, έχει βάλει αγγελτήριο ανέγερσης νέας οικοδομής.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανέγερση