édification
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.di.fi.ka.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
édification | édifications |
édification (fr) θηλυκό
- η ανέγερση κτηρίου, η οικοδόμηση
ενικός | πληθυντικός |
édification | édifications |
édification (fr) θηλυκό