Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανεγείρω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικές λέξεις
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
Ετυμολογία
Επεξεργασία
ανεγείρω
< (
ελληνιστική κοινή
)
ἀνεγείρω
Ρήμα
Επεξεργασία
ανεγείρω
(
λόγιο
)
χτίζω
,
οικοδομώ
(κτήριο)
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
ανέγερση
→
δείτε
τις λέξεις
ανά
και
εγείρω
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
ανεγείρω
αγγλικά
:
erect
(en)
,
construct
(en)
,
build
(en)
γαλλικά
:
construire
(fr)
,
ériger
(fr)
,
édifier
(fr)