Προφορά 1

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
construct constructs
ΔΦΑ : /ˈkɒn.stɹʌkt/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈkɑn.stɹʌkt/ (ΗΠΑ)
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

construct (en)

  1. κατασκευή, κατασκεύασμα
  2. κάτι που έχει κατασκευαστεί από διαφορετικά κομμάτια ή εξαρτήματα
  3. (προγραμματισμός) εντολή σε κώδικα γλώσσας προγραμματισμού που αποτελείται από περισσότερες εντολές, όπως οι βρόχοι (loops), οι εντολές υπό συνθήκη (conditional statements), οι κλάσεις, κλπ
    δείτε επίσης: Language construct στην αγγλική Βικιπαίδεια
  4. (προγραμματισμός) όταν αναφέρεται σε δεδομένα, η δομή δεδομένων (data structure)

  Προφορά 2

επεξεργασία
ενεστώτας construct
γ΄ ενικό ενεστώτα constructs
αόριστος constructed
παθητική μετοχή constructed
ενεργητική μετοχή constructing
ΔΦΑ : /kənˈstɹʌkt/ (βρετανικό), (ΗΠΑ)
 

construct (en)

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • construct στην αγγλική Βικιπαίδεια