construct
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Προφορά 1
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
construct (en)
- κατασκευή, κατασκεύασμα
- κάτι που έχει κατασκευαστεί από διαφορετικά κομμάτια ή εξαρτήματα
- (προγραμματισμός) εντολή σε κώδικα γλώσσας προγραμματισμού που αποτελείται από περισσότερες εντολές, όπως οι βρόχοι (loops), οι εντολές υπό συνθήκη (conditional statements), οι κλάσεις, κλπ
- δείτε επίσης: Language construct στην αγγλική Βικιπαίδεια
- (προγραμματισμός) όταν αναφέρεται σε δεδομένα, η δομή δεδομένων (data structure)
Προφορά 2
επεξεργασία
ενεστώτας | construct |
γ΄ ενικό ενεστώτα | constructs |
αόριστος | constructed |
παθητική μετοχή | constructed |
ενεργητική μετοχή | constructing |
- ΔΦΑ : /kənˈstɹʌkt/ (βρετανικό), (ΗΠΑ)