βρόχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βρόχος | οι | βρόχοι |
γενική | του | βρόχου | των | βρόχων |
αιτιατική | τον | βρόχο | τους | βρόχους |
κλητική | βρόχε | βρόχοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βρόχος < αρχαία ελληνική βρόχος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβρόχος αρσενικό
- (λόγιο) η θηλιά σε μία κρεμάλα
- Αυτοκτόνησε κάνοντας βρόχο με το καλώδιο της σόμπας.
- (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε σφίγγει και πνίγει
- (προγραμματισμός) σύνολο εντολών προγραμματισμού που επαναλαμβάνονται κυκλικά όσο ικανοποιείται μία συγκεκριμένη συνθήκη
- (ηλεκτρολογία) κλάδοι δικτύου που αναπτύσσονται σε κλειστή (κυκλική) διαδρομή