ενικός         πληθυντικός  
construction constructions

  Ετυμολογία

επεξεργασία
construction < construct + -ion

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

construction (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η κατασκευή, το χτίσιμο, η ανέγερση, η διαδικασία του να κατασκευάζω ή να χτίζω κτίρια, δρόμους, γέφυρες κτλ.
    ⮡  In new apartment buildings, the construction of underground garages in mandatory.
    Στις καινούριες πολυκατοικίες είναι υποχρεωτική η κατασκευή υπόγειων γκαράζ.
    ⮡  The railway line is still under construction.
    Η σιδηροδρομική γραμμή είναι ακόμη υπό κατασκευή.
    ⮡  The bank financed the construction of the new building.
    Η τράπεζα χρηματοδότησε την ανέγερση του νέου κτιρίου.
  2. (μη μετρήσιμο, ενικός) η κατασκευή, ο τρόπος με τον οποίο έχει κατασκευαστεί κάτι
    ⮡  This construction is very makeshift/durable.
    Αυτή η κατασκευή είναι πολύ πρόχειρη/ανθεκτική.
  3. το κτίριο
    ⮡  a huge construction of reinforced concrete - ένα πελώριο κτίριο από μπετόν αρμέ
     συνώνυμα: building



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

construction (fr) θηλυκό

  1. η κατασκευή
  2. η οικοδόμηση
  3. η δόμηση
  4. η οικοδομή
  5. η δομή
  6. το σκάρωμα
  7. το κατασκεύασμα