δόμηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δόμηση | οι | δομήσεις |
γενική | της | δόμησης & δομήσεως |
των | δομήσεων |
αιτιατική | τη | δόμηση | τις | δομήσεις |
κλητική | δόμηση | δομήσεις | ||
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δόμηση < ελληνιστική κοινή δόμησις < δομέω < αρχαία ελληνική δόμος
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δόμηση θηλυκό
- το χτίσιμο, η ανέγερση κτηρίων
- του έβαλαν πρόστιμο για παραβίαση των όρων δόμησης
- η κατασκευή ενός δομημένου συνόλου
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δόμηση