Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δόμηση οι δομήσεις
      γενική της δόμησης* των δομήσεων
    αιτιατική τη δόμηση τις δομήσεις
     κλητική δόμηση δομήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δομήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δόμηση < (ελληνιστική κοινή) δόμησις < δομέω < αρχαία ελληνική δόμος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈðo.mi.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δόμηση θηλυκό

  1. το χτίσιμο, η ανέγερση κτηρίων
    του έβαλαν πρόστιμο για παραβίαση των όρων δόμησης
  2. η κατασκευή ενός δομημένου συνόλου

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία