• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

δόμηση

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Σύνθετα
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δόμηση οι δομήσεις
      γενική της δόμησης
& δομήσεως
των δομήσεων
    αιτιατική τη δόμηση τις δομήσεις
     κλητική δόμηση δομήσεις
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

δόμηση < ελληνιστική κοινή δόμησις < δομέω < αρχαία ελληνική δόμος

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈðo.mi.si/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

δόμηση θηλυκό

  1. το χτίσιμο, η ανέγερση κτηρίων
    του έβαλαν πρόστιμο για παραβίαση των όρων δόμησης
  2. η κατασκευή ενός δομημένου συνόλου

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  • αναδόμηση
  • ανοικοδόμηση
  • αποικοδόμηση
  • οικοδόμηση
  • πολεοδόμηση


  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    δόμηση
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=δόμηση&oldid=4995288"
Τελευταία επεξεργασία στις 23 Φεβρουαρίου 2021, στις 05:27

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 23 Φεβρουαρίου 2021, στις 05:27.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie