οικοδομή
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- οικοδομή < (ελληνιστική κοινή) οἰκοδομή
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.ko.ðoˈmi/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
οικοδομή θηλυκό
- κτήριο υπό κατασκευή
- το επάγγελμα του οικοδόμου
- δουλεύει από 18 χρονών στην οικοδομή
- το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την ανέγερση οικοδομημάτων
- η πρόσφατη οικονομική κρίση δημιούργησε προβλήματα και στην οικοδομή