Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκάρωμα τα σκαρώματα
      γενική του σκαρώματος των σκαρωμάτων
    αιτιατική το σκάρωμα τα σκαρώματα
     κλητική σκάρωμα σκαρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκάρωμα < σκαρώνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκάρωμα ουδέτερο

  • η ενέργεια του σκαρώνω, η τοποθέτηση πλοίου στο σκαρί

  Μεταφράσεις επεξεργασία