Ετυμολογία

επεξεργασία
σκαρώνω < → δείτε τις λέξεις σκαρί και -ώνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /skaˈɾo.no/

σκαρώνω

  1. βάζω πλεούμενο σε σκαρί για να το επισκευάσω ή αρχίζω την κατασκευή του
  2. (μεταφορικά) σχεδιάζω ή έχω ήδη κάποιο σχέδιο στο μυαλό μου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία