ενεστώτας devise
γ΄ ενικό ενεστώτα devises
αόριστος devised
παθητική μετοχή devised
ενεργητική μετοχή devising

devise (en)

  • επινοώ
    ⮡  Who devised this process?
    Ποιος επινόησε αυτή τη διαδικασία;

Δείτε επίσης

επεξεργασία



      ενικός         πληθυντικός  
devise devises

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

devise (fr) θηλυκό

  1. το σύνθημα
  2. το συνάλλαγμα