Ουσιαστικό

επεξεργασία

devise (en)

  1. η κληροδότηση
  2. η διαθήκη ή μια φράση σε διαθήκη
  3. η κληρονομιά, η ακίνητη περιουσία που κληροδοτείται με διαθήκη
ενεστώτας devise
γ΄ ενικό ενεστώτα devises
αόριστος devised
παθητική μετοχή devised
ενεργητική μετοχή devising

devise (en)

  1. επινοώ
  2. κληροδοτώ, αφήνω κληρονομιά με τη διαθήκη μου

Δείτε επίσης

επεξεργασία



      ενικός         πληθυντικός  
devise devises

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

devise (fr) θηλυκό

  1. το σύνθημα
  2. το συνάλλαγμα