devise
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | devise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | devises |
αόριστος | devised |
παθητική μετοχή | devised |
ενεργητική μετοχή | devising |
Ρήμα
επεξεργασίαdevise (en)
- επινοώ
- ⮡ Who devised this process?
- Ποιος επινόησε αυτή τη διαδικασία;
- ⮡ Who devised this process?
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
devise | devises |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdevise (fr) θηλυκό
- το σύνθημα
- το συνάλλαγμα