επινοώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαεπινοώ (παθητική φωνή: επινοούμαι)
- σκέφτομαι κάτι καινούργιο για την εμπειρία μου
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- επινόημα
- επινοημένος
- επινόηση
- επινοητής
- επινοητικά
- επινοητικός
- επινοητικότητα
- επινοητικώς
- επινοήτρια
- → δείτε τις λέξεις επί και νους
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επινοώ | επινοούσα | θα επινοώ | να επινοώ | επινοώντας | |
β' ενικ. | επινοείς | επινοούσες | θα επινοείς | να επινοείς | (επινόει) | |
γ' ενικ. | επινοεί | επινοούσε | θα επινοεί | να επινοεί | ||
α' πληθ. | επινοούμε | επινοούσαμε | θα επινοούμε | να επινοούμε | ||
β' πληθ. | επινοείτε | επινοούσατε | θα επινοείτε | να επινοείτε | επινοείτε | |
γ' πληθ. | επινοούν(ε) | επινοούσαν(ε) | θα επινοούν(ε) | να επινοούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επινόησα | θα επινοήσω | να επινοήσω | επινοήσει | ||
β' ενικ. | επινόησες | θα επινοήσεις | να επινοήσεις | επινόησε | ||
γ' ενικ. | επινόησε | θα επινοήσει | να επινοήσει | |||
α' πληθ. | επινοήσαμε | θα επινοήσουμε | να επινοήσουμε | |||
β' πληθ. | επινοήσατε | θα επινοήσετε | να επινοήσετε | επινοήστε | ||
γ' πληθ. | επινόησαν επινοήσαν(ε) |
θα επινοήσουν(ε) | να επινοήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επινοήσει | είχα επινοήσει | θα έχω επινοήσει | να έχω επινοήσει | ||
β' ενικ. | έχεις επινοήσει | είχες επινοήσει | θα έχεις επινοήσει | να έχεις επινοήσει | ||
γ' ενικ. | έχει επινοήσει | είχε επινοήσει | θα έχει επινοήσει | να έχει επινοήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επινοήσει | είχαμε επινοήσει | θα έχουμε επινοήσει | να έχουμε επινοήσει | ||
β' πληθ. | έχετε επινοήσει | είχατε επινοήσει | θα έχετε επινοήσει | να έχετε επινοήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επινοήσει | είχαν επινοήσει | θα έχουν επινοήσει | να έχουν επινοήσει |
|