Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επινοητικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
επινοητικότητ
α
οι
επινοητικότητ
ες
γενική
της
επινοητικότητ
ας
των
επινοητικοτήτ
ων
αιτιατική
την
επινοητικότητ
α
τις
επινοητικότητ
ες
κλητική
επινοητικότητ
α
επινοητικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
επινοητικότητα
<
επινοητικός
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επινοητικότητα
θηλυκό
η
ιδιότητα
ή η
ικανότητα
του
επινοητικού
Δείτε επίσης
επεξεργασία
εφευρετικότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επινοητικότητα
αγγλικά
:
ingenuity
(en)
γαλλικά
:
ingéniosité
(fr)