Ουσιαστικό

επεξεργασία

ingenuity (en) (μη μετρήσιμο)

  • η εφευρετικότητα, η επινοητικότητα
    ⮡  The foundations of civilization were laid thanks to the ingenuity of primitive man.
    Οι βάσεις του πολιτισμού μπήκαν χάρη στην εφευρετικότητά του πρωτόγονου ανθρώπου.
    ⮡  Children at the camp develop their initiative and ingenuity.
    Tα παιδιά στην κατασκήνωση αναπτύσσουν την πρωτοβουλία και την εφευρετικότητά τους.
     συνώνυμα:  invention και inventiveness