ικανότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ικανότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἱκανότης από την αιτιατική ενικού «τὴν ἱκανότητα»
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.kaˈno.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐κα‐νό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαικανότητα θηλυκό
- δυνατότητα να κάνει κανείς κάτι
- ⮡ Έχει και την ικανότητα και τη θέληση να πετύχει στη ζωή του.
Συνώνυμα
επεξεργασίαεπίσης δείτε τους όρους:
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ικανός
Μεταφράσεις
επεξεργασία ικανότητα
Πηγές
επεξεργασία- ικανότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ικανότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)