Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τεχνογνωσία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
τεχνογνωσί
α
οι
τεχνογνωσί
ες
γενική
της
τεχνογνωσί
ας
των
τεχνογνωσι
ών
αιτιατική
την
τεχνογνωσί
α
τις
τεχνογνωσί
ες
κλητική
τεχνογνωσί
α
τεχνογνωσί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τεχνογνωσία
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τεχνογνωσία
θηλυκό
ένα σύνολο
τεχνικών
γνώσεων
, σχετικών με ένα ορισμένο
πεδίο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τεχνογνωσία
αγγλικά
:
know-how
(en)
γαλλικά
:
savoir-faire
(fr)