τεχνικός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τεχνικός | η | τεχνική | το | τεχνικό |
γενική | του | τεχνικού | της | τεχνικής | του | τεχνικού |
αιτιατική | τον | τεχνικό | την | τεχνική | το | τεχνικό |
κλητική | τεχνικέ | τεχνική | τεχνικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τεχνικοί | οι | τεχνικές | τα | τεχνικά |
γενική | των | τεχνικών | των | τεχνικών | των | τεχνικών |
αιτιατική | τους | τεχνικούς | τις | τεχνικές | τα | τεχνικά |
κλητική | τεχνικοί | τεχνικές | τεχνικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τεχνικός < ελληνιστική κοινή τεχνικός ("ικανός, καλλιτεχνικός") < αρχαία ελληνική. Αναλύεται σε τέχνη + -ικός
- Για το ουσιαστικό < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική technicien[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /te.xniˈkos/ (αρσενικό)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
τεχνικός, -ή, -ό
- σχετικός με την πρακτική εφαρμογή θεωρητικών γνώσεων
- τεχνική ορολογία, τεχνικός όρος
- τεχνικό εγχειρίδιο
- τεχνικό σχολείο
- ≈ συνώνυμα: τεχνολογικός
- που έχει γίνει με μεγάλη δεξιότητα
- (θηλυκό) → δείτε τη λέξη τεχνική
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τεχνικός αρσενικό
- (επάγγελμα) επιστήμονας που ειδικεύεται στην πρακτική εφαρμογή θεωρητικών επιστημών
- ειδικευμένος τεχνίτης
- τεχνικός τηλεοράσεων
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «τεχνικός» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.