technical
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | technical |
συγκριτικός | more technical |
υπερθετικός | most technical |
Επίθετο
επεξεργασίαtechnical (en)
- τεχνικός
- ⮡ a technical failure - μια τεχνική αστοχία
- ⮡ Your technical knowledge is valuable.
- Οι τεχνικές σας γνώσεις είναι πολύτιμες.