τεχνολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τεχνολογικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική technologique < technologie < αρχαία ελληνική τέχνη + λέγω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /the.xno.lo.ʝiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐χνο‐λο‐γι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίατεχνολογικός
- που έχει σχέση με την τεχνολογία, βασίζεται ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις τεχνολογία, τέχνη και λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία τεχνολογικός