technologique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɛk.nɔ.lɔ.ʒik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
technologique | technologiques |
technologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
technologique | technologiques |
technologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό