technique
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
technique | techniques |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtechnique (en)
- η τεχνική, έναν ιδιαίτερο τρόπο να κάνω κάτι, ειδικά έναν τρόπο στον οποίο πρέπει να μάθω ειδικές δεξιότητες
- ⮡ There is only one technique for the experiment.
- Υπάρχει μόνο μία τεχνική για το πείραμα.
- ⮡ There is only one technique for the experiment.
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η τεχνική, η ικανότητα με την οποία κάποιος μπορεί να κάνει κάτι
- ⮡ In judo, technique is more important than strength.
- Στο τζούντο η τεχνική έχει μεγαλύτερη σημασία από τη δύναμη.
- ⮡ He improved his technique.
- Βελτίωσε την τεχνική του.
- ⮡ In judo, technique is more important than strength.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
technique | techniques |
technique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
technique | techniques |
technique (fr) θηλυκό
- η τεχνική