ενικός         πληθυντικός  
technique techniques

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

technique (en)

  1. η τεχνική, έναν ιδιαίτερο τρόπο να κάνω κάτι, ειδικά έναν τρόπο στον οποίο πρέπει να μάθω ειδικές δεξιότητες
    ⮡  There is only one technique for the experiment.
    Υπάρχει μόνο μία τεχνική για το πείραμα.
  2. (μη μετρήσιμο, ενικός) η τεχνική, η ικανότητα με την οποία κάποιος μπορεί να κάνει κάτι
    ⮡  In judo, technique is more important than strength.
    Στο τζούντο η τεχνική έχει μεγαλύτερη σημασία από τη δύναμη.
    ⮡  He improved his technique.
    Βελτίωσε την τεχνική του.



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɛk.nik/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
technique techniques

technique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
technique techniques

technique (fr) θηλυκό