πεδίο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πεδίο | τα | πεδία |
γενική | του | πεδίου | των | πεδίων |
αιτιατική | το | πεδίο | τα | πεδία |
κλητική | πεδίο | πεδία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πεδίο < αρχαία ελληνική πεδίον < πέδον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεδίο ουδέτερο
- η επίπεδη έκταση, πεδιάδα
- (κατ’ επέκταση) ο χώρος όπου συμβαίνει κάτι
- ένα ευρύ πεδίο δράσης
- το πεδίο της μάχης
- (φυσική) ο χώρος μέσα στον οποίο ασκούνται κάποιες δυνάμεις
- το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο
- (πληροφορική) η θέση (οθόνη, μνήμη, κλπ) για καταχώριση, αποθήκευση δεδομένων
- (βάσεις δεδομένων) το καθένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας εγγραφής. Η τομή μιας γραμμής (row) και μιας στήλης (column) ενός πίνακα