πέδον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πέδον | ||
γενική | τοῦ | πέδου | ||
δοτική | τῷ | πέδῳ | ||
αιτιατική | τὸ | πέδον | ||
κλητική ὦ! | πέδον | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πέδον < → λείπει η ετυμολογία. Ομόρριζο με το πούς, γενική: ποδ-ός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπέδον, -ου ουδέτερο στον ενικό
- έδαφος, γη
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἀνδρομάχη, στίχ. 11
- ἐπεὶ τὸ Τροίας εἷλον Ἕλληνες πέδον
- όταν οι Έλληνες κυρίεψαν της Τροίας τη χώρα
- Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- ἐπεὶ τὸ Τροίας εἷλον Ἕλληνες πέδον
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἀπόσπασμα, 562 @books.google
- Ὦ γῆς πατρῴας χαῖρε φίλτατον πέδον
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἀνδρομάχη, στίχ. 11
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαπαράγωγα και σύνθετα
- Λέξεις πεδ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές
επεξεργασία- πέδον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πέδον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.