Δείτε επίσης: Ἔμπεδος
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἔμπεδος τὸ ἔμπεδον
      γενική τοῦ/τῆς ἐμπέδου τοῦ ἐμπέδου
      δοτική τῷ/τῇ ἐμπέδ τῷ ἐμπέδ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἔμπεδον τὸ ἔμπεδον
     κλητική ! ἔμπεδε ἔμπεδον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἔμπεδοι τὰ ἔμπεδ
      γενική τῶν ἐμπέδων τῶν ἐμπέδων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐμπέδοις τοῖς ἐμπέδοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐμπέδους τὰ ἔμπεδ
     κλητική ! ἔμπεδοι ἔμπεδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐμπέδω τὼ ἐμπέδω
      γεν-δοτ τοῖν ἐμπέδοιν τοῖν ἐμπέδοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἔμπεδος < ἐν + πέδον

  Επίθετο

επεξεργασία

ἔμπεδος, -ος, -ον, συγκριτικός:ἐμπεδώτερος

  1. που βρίσκεται στο έδαφος, ακίνητος, άκαμπτος, στέρεος
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 12 (10-12)
    ὄφρα μὲν Ἕκτωρ ζωὸς ἔην καὶ μήνι᾽ Ἀχιλλεὺς | καὶ Πριάμοιο ἄνακτος ἀπόρθητος πόλις ἔπλεν, | τόφρα δὲ καὶ μέγα τεῖχος Ἀχαιῶν ἔμπεδον ἦεν.
    Όσ᾽ ήτο ο Έκτωρ στην ζωήν κι εθύμωνε ο Πηλείδης | και άπαρτη ακόμη εσώζονταν η πόλις του Πριάμου, | ολόρθο και των Αχαιών το μέγα τείχος ήταν·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  2. (για χρόνο) διαρκής, συνεχής, αδιάκοπος
  3. (για κατάσταση, ιδέες, ιδιότητα) σταθερός, αμετάβλητος
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 254 (252-254)
    «μή τι φόβονδ᾽ ἀγόρευ᾽, ἐπεὶ οὐδὲ σὲ πεισέμεν οἴω. | οὐ γάρ μοι γενναῖον ἀλυσκάζοντι μάχεσθαι | οὐδὲ καταπτώσσειν· ἔτι μοι μένος ἔμπεδόν ἐστιν·
    «Μη κάμεις λόγον δια φυγήν, ποσώς δεν θα με πείσεις· | ότι δεν το ᾽χω φυσικό την μάχην ν᾽ αποφεύγω | ή να δειλιάζω· ασάλευτην έχω καρδιάν ακόμη·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 240 (239-240)
    οἱ δὲ συῶν μὲν ἔχον κεφαλὰς φωνήν τε τρίχας τε | καὶ δέμας, αὐτὰρ νοῦς ἦν ἔμπεδος ὡς τὸ πάρος περ.
    Αλλάζοντας, είχαν κεφάλι τώρα γουρουνίσιο, ανάλογη φωνή, σώμα | και τρίχες· ο νους τους μόνο έμεινε όπως και πρώτα στέρεος.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  4. (το ουδέτερο ως επίρρημα) (ἔμπεδον και ἔμπεδα): σταθερά , συνεχώς, ασφαλώς, πολύ καλά

Συγγενικά

επεξεργασία