Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στέρεος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
στερεός
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
Επεξεργασία
στέρεος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
Επεξεργασία
στέρεος
σταθερός
,
ακλόνητος
, που δεν κλονίζεται εύκολα
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
στέρεος
αγγλικά
:
solid
(en)
γαλλικά
:
solide
(fr)
,
ferme
(fr)
,
résistant
(fr)