στερεός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | στερεός | στερεή | στερεό |
γενική | στερεού | στερεής | στερεού |
αιτιατική | στερεό | στερεή | στερεό |
κλητική | στερεέ | στερεή | στερεό |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | στερεοί | στερεές | στερεά |
γενική | στερεών | στερεών | στερεών |
αιτιατική | στερεούς | στερεές | στερεά |
κλητική | στερεοί | στερεές | στερεά |
Το θηλυκό εμφανίζεται και με τη λόγια μορφή: στερεά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στερεός < αρχαία ελληνική στερεός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
στερεός, -ή/-ά, -ό
- σχετικός με τη μία κατάσταση της ύλης (οι άλλες δύο είναι η υγρή και η αέρια)· χαρακτηρίζεται από μικρή κίνηση των μορίων, με αποτέλεσμα τα σώματα που βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση να έχουν σταθερό όγκο και σχήμα
- η στερεά κατάσταση, τα στερεά σώματα
- στερεά τροφή: για τρόφιμα που δεν είναι υγρά ούτε πολτός
- σταθερός, ανθεκτικός, ακλόνητος, στέρεος
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
στερεός