στερεός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | στερεός | η | στερεή & στερεά |
το | στερεό |
γενική | του | στερεού | της | στερεής & στερεάς |
του | στερεού |
αιτιατική | τον | στερεό | τη | στερεή & στερεά |
το | στερεό |
κλητική | στερεέ | στερεή & στερεά |
στερεό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | στερεοί | οι | στερεές | τα | στερεά |
γενική | των | στερεών | των | στερεών | των | στερεών |
αιτιατική | τους | στερεούς | τις | στερεές | τα | στερεά |
κλητική | στερεοί | στερεές | στερεά | |||
Οι δεύτεροι τύποι του θηλυκού όπως στην αρχαία κλίση, συνήθως σε λόγιες παγιωμένες εκφράσεις. | ||||||
Κατηγορία όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στερεός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στερεός. Δείτε και το στέριος > στέρεος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
στερεός, -ή/-ά, -ό
- σχετικός με τη μία κατάσταση της ύλης (οι άλλες δύο είναι η υγρή και η αέρια)· χαρακτηρίζεται από μικρή κίνηση των μορίων, με αποτέλεσμα τα σώματα που βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση να έχουν σταθερό όγκο και σχήμα
- ↪ η στερεά κατάσταση, τα στερεά σώματα
- ↪ στερεά τροφή: για τρόφιμα που δεν είναι υγρά ούτε πολτός
- σταθερός, ανθεκτικός, ακλόνητος, στέρεος
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στερεός < → λείπει η ετυμολογία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
στερεός
ΠηγέςΕπεξεργασία
- στερεός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στερεός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.