στερεός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | στερεός | η | στερεή & στερεά |
το | στερεό |
γενική | του | στερεού | της | στερεής & στερεάς |
του | στερεού |
αιτιατική | τον | στερεό | τη | στερεή & στερεά |
το | στερεό |
κλητική | στερεέ | στερεή & στερεά |
στερεό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | στερεοί | οι | στερεές | τα | στερεά |
γενική | των | στερεών | των | στερεών | των | στερεών |
αιτιατική | τους | στερεούς | τις | στερεές | τα | στερεά |
κλητική | στερεοί | στερεές | στερεά | |||
Οι δεύτεροι τύποι του θηλυκού όπως στην αρχαία κλίση, συνήθως σε λόγιες παγιωμένες εκφράσεις. | ||||||
Κατηγορία όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στερεός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στερεός. Δείτε και το στέρεος & στέριος. Ομόρριζα: στέρφος, στριφνός > στρυφνός.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ste.ɾeˈos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στε‐ρε‐ός
- τονικό παρώνυμο: στέρεος
Επίθετο
επεξεργασίαστερεός, -ή/-ά, -ό
- σχετικός με τη μία κατάσταση της ύλης (οι άλλες δύο είναι η υγρή και η αέρια)· χαρακτηρίζεται από μικρή κίνηση των μορίων, με αποτέλεσμα τα σώματα που βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση να έχουν σταθερό όγκο και σχήμα
- ⮡ η στερεά κατάσταση, τα στερεά σώματα. στερεά απόβλητα
- σταθερός, ανθεκτικός, ακλόνητος, στέρεος
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
στερεο-
στερεο-
με στερ-
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα στερεο- στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά στερεοποιώ, στερεόδετος
- αποστερεωμένος
- αποστερεώνω, αποστερεώνομαι
- αποστερέωση
- αστερέωτα (επίρρημα)
- αστερέωτος
- ξαναστερεώνω
- στερεά (επίρρημα)
- στερεό (ουδέτερο)
- στέρεο (ουδέτερο)
- στέρεος & συγγενικά
- στέριος & συγγενικά
- στερεότητα
- στερεώνω, στερεώνομαι
- στερέωμα
- στερεωμένος
- στερέωση
- στερεωτής
- στερεωτικά (επίρρημα)
- στερεωτικό (ουδέτερο)
- στερεωτικός
- στερεώτρια
με στηρ- → δείτε τη λέξη στηρίζω
→ δείτε και τις λέξεις στείρος και στερεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- στερεός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στερεός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στερεός < *στερ-ε(Ϝ)-ός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ster- (σταθερός, συμπαγής). Συγγενή: αρχαία ελληνική στεῖρα (θηλυκό του στεῖρος), στριφνός, στέρφος, στόρθυγξ·[1] γερμανική starren (παγώνω· ατενίζω), λιθουανική sterti (κοιτάω με ακίνητα μάτια),[2] αλβανική shtarët (πικρός· αλμυρός)[3]
Επίθετο
επεξεργασίαστερεός, -ά, -όν
- στερεός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 494 Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἕξω δ' ὡς ὅτε τις στερεὴ λίθος ἠὲ σίδηρος.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 494 Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
στερ-
στερ-
με στερ-
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα στερεο- στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά στερεομετρία, στερεόπους
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
με στηρ-
- → δείτε τη λέξη στηρίζω
με στρη-
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ στερεός σελ. 1400 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ shtarët σελ.436 - Orel, Vladimir E. (1998). Albanian Etymological Dictionary [Αλβανικό Ετυμολογικό Λεξικό] (στα αγγλικά). Λέιντεν – Βοστώνη: Brill. (συντομογραφίες)
Πηγές
επεξεργασία- στερεός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στερεός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.