Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στερέωμα τα στερεώματα
      γενική του στερεώματος των στερεωμάτων
    αιτιατική το στερέωμα τα στερεώματα
     κλητική στερέωμα στερεώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στερέωμα < στερεώνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /steˈɾe.o.ma/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στερέωμα ουδέτερο

  1. το στήριγμα, η στήριξη
  2. ο ουράνιος θόλος
  3. (μεταφορικά) ομάδα γνωστών ατόμων σε κάποια δραστηριότητα
    • είναι γνωστός στο καλλιτεχνικό στερέωμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία