Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στερεώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στερεόω / στερεῶ + -ώνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ste.ɾeˈo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στε‐ρε‐ώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

στερεώνω, αόρ.: στρέωσα, παθ.φωνή: στερεώνομαι, π.αόρ.: στερώθηκα, μτχ.π.π.: στερεωμένος, (ενεργ.: στερεώνω)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη στερεός

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία