στερεώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στερεώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στερεόω / στερεῶ + -ώνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ste.ɾeˈo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στε‐ρε‐ώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαστερεώνω, αόρ.: στρέωσα, παθ.φωνή: στερεώνομαι, π.αόρ.: στερώθηκα, μτχ.π.π.: στερεωμένος, (ενεργ.: στερεώνω)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη στερεός
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στερεώνω | στερέωνα | θα στερεώνω | να στερεώνω | στερεώνοντας | |
β' ενικ. | στερεώνεις | στερέωνες | θα στερεώνεις | να στερεώνεις | στερέωνε | |
γ' ενικ. | στερεώνει | στερέωνε | θα στερεώνει | να στερεώνει | ||
α' πληθ. | στερεώνουμε | στερεώναμε | θα στερεώνουμε | να στερεώνουμε | ||
β' πληθ. | στερεώνετε | στερεώνατε | θα στερεώνετε | να στερεώνετε | στερεώνετε | |
γ' πληθ. | στερεώνουν(ε) | στερέωναν στερεώναν(ε) |
θα στερεώνουν(ε) | να στερεώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στερέωσα | θα στερεώσω | να στερεώσω | στερεώσει | ||
β' ενικ. | στερέωσες | θα στερεώσεις | να στερεώσεις | στερέωσε | ||
γ' ενικ. | στερέωσε | θα στερεώσει | να στερεώσει | |||
α' πληθ. | στερεώσαμε | θα στερεώσουμε | να στερεώσουμε | |||
β' πληθ. | στερεώσατε | θα στερεώσετε | να στερεώσετε | στερεώστε | ||
γ' πληθ. | στερέωσαν στερεώσαν(ε) |
θα στερεώσουν(ε) | να στερεώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στερεώσει | είχα στερεώσει | θα έχω στερεώσει | να έχω στερεώσει | ||
β' ενικ. | έχεις στερεώσει | είχες στερεώσει | θα έχεις στερεώσει | να έχεις στερεώσει | έχε στερεωμένο | |
γ' ενικ. | έχει στερεώσει | είχε στερεώσει | θα έχει στερεώσει | να έχει στερεώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στερεώσει | είχαμε στερεώσει | θα έχουμε στερεώσει | να έχουμε στερεώσει | ||
β' πληθ. | έχετε στερεώσει | είχατε στερεώσει | θα έχετε στερεώσει | να έχετε στερεώσει | έχετε στερεωμένο | |
γ' πληθ. | έχουν στερεώσει | είχαν στερεώσει | θα έχουν στερεώσει | να έχουν στερεώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) στερεωμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) στερεωμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) στερεωμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) στερεωμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στερεώνομαι | στερεωνόμουν(α) | θα στερεώνομαι | να στερεώνομαι | ||
β' ενικ. | στερεώνεσαι | στερεωνόσουν(α) | θα στερεώνεσαι | να στερεώνεσαι | ||
γ' ενικ. | στερεώνεται | στερεωνόταν(ε) | θα στερεώνεται | να στερεώνεται | ||
α' πληθ. | στερεωνόμαστε | στερεωνόμαστε στερεωνόμασταν |
θα στερεωνόμαστε | να στερεωνόμαστε | ||
β' πληθ. | στερεώνεστε | στερεωνόσαστε στερεωνόσασταν |
θα στερεώνεστε | να στερεώνεστε | (στερεώνεστε) | |
γ' πληθ. | στερεώνονται | στερεώνονταν στερεωνόντουσαν |
θα στερεώνονται | να στερεώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στερεώθηκα | θα στερεωθώ | να στερεωθώ | στερεωθεί | ||
β' ενικ. | στερεώθηκες | θα στερεωθείς | να στερεωθείς | στερεώσου | ||
γ' ενικ. | στερεώθηκε | θα στερεωθεί | να στερεωθεί | |||
α' πληθ. | στερεωθήκαμε | θα στερεωθούμε | να στερεωθούμε | |||
β' πληθ. | στερεωθήκατε | θα στερεωθείτε | να στερεωθείτε | στερεωθείτε | ||
γ' πληθ. | στερεώθηκαν στερεωθήκαν(ε) |
θα στερεωθούν(ε) | να στερεωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω στερεωθεί | είχα στερεωθεί | θα έχω στερεωθεί | να έχω στερεωθεί | στερεωμένος | |
β' ενικ. | έχεις στερεωθεί | είχες στερεωθεί | θα έχεις στερεωθεί | να έχεις στερεωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει στερεωθεί | είχε στερεωθεί | θα έχει στερεωθεί | να έχει στερεωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε στερεωθεί | είχαμε στερεωθεί | θα έχουμε στερεωθεί | να έχουμε στερεωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε στερεωθεί | είχατε στερεωθεί | θα έχετε στερεωθεί | να έχετε στερεωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν στερεωθεί | είχαν στερεωθεί | θα έχουν στερεωθεί | να έχουν στερεωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι στερεωμένος - είμαστε, είστε, είναι στερεωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν στερεωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν στερεωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι στερεωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι στερεωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι στερεωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι στερεωμένοι |