στυλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στυλώνω < μεσαιωνική ελληνική στυλώνω < (ελληνιστική κοινή) στυλόω / στυλῶ < αρχαία ελληνική στῦλος
Ρήμα
επεξεργασίαστυλώνω
- στερεώνω, στηρίζω (με στύλους)
- (μεταφορικά) τονώνω, καρδαμώνω, δυναμώνω
- (μεταφορικά) ακινητοποιώ, προσηλώνω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στυλώνω | στύλωνα | θα στυλώνω | να στυλώνω | στυλώνοντας | |
β' ενικ. | στυλώνεις | στύλωνες | θα στυλώνεις | να στυλώνεις | στύλωνε | |
γ' ενικ. | στυλώνει | στύλωνε | θα στυλώνει | να στυλώνει | ||
α' πληθ. | στυλώνουμε | στυλώναμε | θα στυλώνουμε | να στυλώνουμε | ||
β' πληθ. | στυλώνετε | στυλώνατε | θα στυλώνετε | να στυλώνετε | στυλώνετε | |
γ' πληθ. | στυλώνουν(ε) | στύλωναν στυλώναν(ε) |
θα στυλώνουν(ε) | να στυλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στύλωσα | θα στυλώσω | να στυλώσω | στυλώσει | ||
β' ενικ. | στύλωσες | θα στυλώσεις | να στυλώσεις | στύλωσε | ||
γ' ενικ. | στύλωσε | θα στυλώσει | να στυλώσει | |||
α' πληθ. | στυλώσαμε | θα στυλώσουμε | να στυλώσουμε | |||
β' πληθ. | στυλώσατε | θα στυλώσετε | να στυλώσετε | στυλώστε | ||
γ' πληθ. | στύλωσαν στυλώσαν(ε) |
θα στυλώσουν(ε) | να στυλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στυλώσει | είχα στυλώσει | θα έχω στυλώσει | να έχω στυλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις στυλώσει | είχες στυλώσει | θα έχεις στυλώσει | να έχεις στυλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει στυλώσει | είχε στυλώσει | θα έχει στυλώσει | να έχει στυλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στυλώσει | είχαμε στυλώσει | θα έχουμε στυλώσει | να έχουμε στυλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε στυλώσει | είχατε στυλώσει | θα έχετε στυλώσει | να έχετε στυλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στυλώσει | είχαν στυλώσει | θα έχουν στυλώσει | να έχουν στυλώσει |
|