Δείτε επίσης: στηλώνω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στυλώνω < μεσαιωνική ελληνική στυλώνω < (ελληνιστική κοινήστυλόω / στυλῶ < αρχαία ελληνική στῦλος

στυλώνω

  1. στερεώνω, στηρίζω (με στύλους)
     συνώνυμα: υποστυλώνω
  2. (μεταφορικά) τονώνω, καρδαμώνω, δυναμώνω
  3. (μεταφορικά) ακινητοποιώ, προσηλώνω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία