Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρδαμώνω < κάρδαμο + -ώνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaɾ.ðaˈmo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρ‐δα‐μώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

καρδαμώνω

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία