Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καρδάμωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Προφορά
1.3.1
Συνώνυμα
1.3.2
Συγγενικά
1.3.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
καρδάμωμα
τα
καρδαμώμα
τ
α
γενική
του
καρδαμώμα
τ
ος
των
καρδαμωμά
τ
ων
αιτιατική
το
καρδάμωμα
τα
καρδαμώμα
τ
α
κλητική
καρδάμωμα
καρδαμώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καρδάμωμα
<
καρδαμώνω
+
-μα
<
κάρδαμο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καρδάμωμα
ουδέτερο
(
οικείο
) (
προφορικό
) το
αποτέλεσμα
τού
καρδαμώνω
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
kaɾˈða.mo.ma
/
Συνώνυμα
επεξεργασία
δυνάμωμα
τόνωση
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
καρδαμώνω
και
κάρδαμο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καρδάμωμα
→
δείτε
τις λέξεις
δυνάμωμα
και
τόνωση