δυνάμωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δυνάμωμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δυνάμωμα < δυναμώ(νω) + -μα. Δείτε και δύναμις
Ουσιαστικό επεξεργασία
δυνάμωμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του δυναμώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
δυνάμωμα
|