αναλαμβάνω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αναλαμβάνω < αρχαία ελληνική ἀναλαμβάνω
ΡήμαΕπεξεργασία
αναλαμβάνω, πρτ.: αναλάμβανα, στ.μέλλ.: θα αναλάβω, αόρ.: ανέλαβα, παθ.φωνή: αναλαμβάνομαι, μτχ.π.π.: ανειλημμένος
- παίρνω κάτι (ένα φορτίο, μια εργασία, μια υποχρέωση) πάνω μου, επωμίζομαι μια ευθύνη
- αρχίζω δουλειά σε μια ορισμένη ημερομηνία, πιάνω δουλειά (και παίρνω και τις ανάλογες ευθύνες από τη συγκεκριμένη ημερομηνία και μετά)
- Αναλαμβάνω από 16 Ιουνίου, μέχρι τότε παραμένει προϊστάμενος ο Παπαδάκης
- παίρνω επάνω μου την ευθύνη για άνθρωπο ως κηδεμόνας, τον παίρνω υπό την προστασία μου με τις ανάλογες ευθύνες
- Εμεινε ορφανός στα 12, αλλά τον ανέλαβε ο θείος του, που τον φρόντισε καλύτερα κι από παιδί του
- τακτοποιώ ένα ενοχλητικό πρόβλημα
- Είχα σκάσει με το σπίτι στο χωριό που ερειπώνεται, αλλά ευτυχώς το ανέλαβε ο αδελφός μου
- τακτοποιώ έναν ενοχλητικό άνθρωπο
- Μην ασχολείσαι άλλο με δαύτον. Τον αναλαμβάνω εγώ
- (στρατιωτικό) παίρνω τον οπλισμό μου και ετοιμάζομαι για επιθεώρηση, άσκηση, πορεία κλπ
- κάνω ανάληψη χρηματικού ποσού από τράπεζα
- ξαναπαίρνω τις δυνάμεις μου, αναρρώνω από ασθένεια
- Δόξα τω Θεώ, άρχισε να αναλαμβάνει σιγά-σιγά. Αύριο θα τον σηκώσουμε να βγει έστω και λίγο στο μπαλκόνι
- Είπαν ότι ανέλαβε η αγορά, αλλά μάλλον δεν εννοούσαν την ελληνική