αναλαμβάνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναλαμβάνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναλαμβάνω < ἀνα- + λαμβάνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.na.laɱˈva.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐λαμ‐βά‐νω
Ρήμα
επεξεργασίααναλαμβάνω, στ.μέλλ.: θα αναλάβω, αόρ.: ανέλαβα, παθ.φωνή: αναλαμβάνομαι, π.αόρ.: αναλήφθηκα/ανελήφθη3o, μτχ.π.π.: ανειλημμένος
- παίρνω κάτι (ένα φορτίο, μια εργασία, μια υποχρέωση) πάνω μου, επωμίζομαι μια ευθύνη
- αρχίζω δουλειά σε μια ορισμένη ημερομηνία, πιάνω δουλειά (και παίρνω και τις ανάλογες ευθύνες από τη συγκεκριμένη ημερομηνία και μετά)
- ↪ Αναλαμβάνω από 16 Ιουνίου, μέχρι τότε παραμένει προϊστάμενος ο Παπαδάκης
- παίρνω επάνω μου την ευθύνη για άνθρωπο ως κηδεμόνας, τον παίρνω υπό την προστασία μου με τις ανάλογες ευθύνες
- ↪ Εμεινε ορφανός στα 12, αλλά τον ανέλαβε ο θείος του, που τον φρόντισε καλύτερα κι από παιδί του
- τακτοποιώ ένα ενοχλητικό πρόβλημα
- ↪ Είχα σκάσει με το σπίτι στο χωριό που ερειπώνεται, αλλά ευτυχώς το ανέλαβε ο αδελφός μου
- τακτοποιώ έναν ενοχλητικό άνθρωπο
- ↪ Μην ασχολείσαι άλλο με δαύτον. Τον αναλαμβάνω εγώ
- (στρατιωτικό) παίρνω τον οπλισμό μου και ετοιμάζομαι για επιθεώρηση, άσκηση, πορεία κλπ
- κάνω ανάληψη χρηματικού ποσού από τράπεζα
- ξαναπαίρνω τις δυνάμεις μου, αναρρώνω από ασθένεια
- ↪ Δόξα τω Θεώ, άρχισε να αναλαμβάνει σιγά-σιγά. Αύριο θα τον σηκώσουμε να βγει έστω και λίγο στο μπαλκόνι
- ↪ Είπαν ότι ανέλαβε η αγορά, αλλά μάλλον δεν εννοούσαν την ελληνική
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις ανά και λαμβάνω
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αναλαμβάνω
παίρνω επάνω μου την ευθύνη για άνθρωπο ως κηδεμόνας
τακτοποιώ έναν ενοχλητικό πρόβλημα ή άνθρωπο
κάνω ανάληψη χρηματικού ποσού
→ δείτε τη λέξη αποσύρω |
Πηγές
επεξεργασία- αναλαμβάνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας