• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αποσύρω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ἀποσύρω

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
αποσύρω < αρχαία ελληνική ἀποσύρω

Ρήμα

επεξεργασία

αποσύρω, πρτ.: απέσυρα, στ.μέλλ.: θα αποσύρω, αόρ.: απέσυρα, παθ.φωνή: αποσύρομαι, μτχ.π.π.: αποσυρμένος

  1. παίρνω πίσω
    Απέσυρε την πρότασή του.
  2. ανακαλώ

Συγγενικά

επεξεργασία
  • αποσυρμένος
  • αποσύρομαι
  • αποσυρόμενος
  • απόσυρση
  • αποσυρτά
  • αποσυρτός
  • → δείτε τις λέξεις από και σύρω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αποσύρω
  • αγγλικά : withdraw (en), retract (en)
  • γαλλικά : retirer (fr)
  • εβραϊκά : להסיר (he)
    ακυρώνω συμφωνία
  • αγγλικά : rescind (en)


Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αποσύρω&oldid=7127537"
Τελευταία επεξεργασία στις 14 Μαΐου 2025, στις 18:44

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 14 Μαΐου 2025, στις 18:44.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας