↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποσυρόμενος η αποσυρόμενη το αποσυρόμενο
      γενική του αποσυρόμενου της αποσυρόμενης του αποσυρόμενου
    αιτιατική τον αποσυρόμενο την αποσυρόμενη το αποσυρόμενο
     κλητική αποσυρόμενε αποσυρόμενη αποσυρόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποσυρόμενοι οι αποσυρόμενες τα αποσυρόμενα
      γενική των αποσυρόμενων των αποσυρόμενων των αποσυρόμενων
    αιτιατική τους αποσυρόμενους τις αποσυρόμενες τα αποσυρόμενα
     κλητική αποσυρόμενοι αποσυρόμενες αποσυρόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

αποσυρόμενος




  Μεταφράσεις

επεξεργασία