ενεστώτας withdraw
γ΄ ενικό ενεστώτα withdraws
αόριστος withdrew
παθητική μετοχή withdrawn
ενεργητική μετοχή withdrawing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

withdraw (en)

  1. (μεταβατικό) αποσύρω, βγάζω χρήματα από τραπεζικό λογαριασμό ή σύστημα
    ⮡  We withdrew money from the bank.
    Απέσυρα χρήματα από την τράπεζα.
    ⮡  They will withdraw the banknotes from circulation.
    Θα αποσύρουν τα χαρτονομίσματα από την κυκλοφορία.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) αποσύρω, αποχωρώ από ένα μέρος ή μια κατάσταση· κάνω κάποιον ή κάτι να το κάνει αυτό
    ⮡  The UN will withdraw the peacekeeping forces from the war zones.
    Ο ΟΗΕ θα αποσύρει τις ειρηνευτικές δυνάμεις από τις εμπόλεμες περιοχές.
    ⮡  The enemy began to withdraw their troops.
    Ο εχθρός άρχισε να αποσύρει τα στρατεύματά του.
    ⮡  Our troops withdrew from Cyprus.
    Τα στρατεύματά μας αποχώρησαν από την Κύπρο.
  3. (μεταβατικό, επίσημο) αποσύρω, λέω ότι δεν πιστεύω πλέον ότι κάτι που είπα προηγουμένως είναι αλήθεια
    ⮡  I am withdrawing the complaint.
    Αποσύρω τη μήνυση.