αποχωρώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποχωρώ < αρχαία ελληνική ἀποχωρῶ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.xoˈɾo/
Ρήμα
επεξεργασίααποχωρώ
- φεύγω οικειοθελώς από κάπου
- παραιτούμαι, εγκαταλείπω οριστικά
- αποχωρώ από την ενεργό δράση
- παύω να συμμετέχω σε μια συνεδρίαση ή μια συλλογική οντότητα (συμμαχία, ένωση, κόμμα κ.λπ.)
- κάποια μέλη του συμβουλίου αποχώρησαν μετά την απόφαση για να εκφράσουν την αντίθεσή τους
- η ναζιστική Γερμανία αποχώρησε από την Κοινωνία των Εθνών το 1933
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αποχωρήσας
- αποχώρηση
- αποχωρητήριο
- αποχωρών
- → δείτε τις λέξεις αποχωρίζω, από, χωρώ και χώρος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποχωρώ | αποχωρούσα | θα αποχωρώ | να αποχωρώ | αποχωρώντας | |
β' ενικ. | αποχωρείς | αποχωρούσες | θα αποχωρείς | να αποχωρείς | (αποχώρει) | |
γ' ενικ. | αποχωρεί | αποχωρούσε | θα αποχωρεί | να αποχωρεί | ||
α' πληθ. | αποχωρούμε | αποχωρούσαμε | θα αποχωρούμε | να αποχωρούμε | ||
β' πληθ. | αποχωρείτε | αποχωρούσατε | θα αποχωρείτε | να αποχωρείτε | αποχωρείτε | |
γ' πληθ. | αποχωρούν(ε) | αποχωρούσαν(ε) | θα αποχωρούν(ε) | να αποχωρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποχώρησα | θα αποχωρήσω | να αποχωρήσω | αποχωρήσει | ||
β' ενικ. | αποχώρησες | θα αποχωρήσεις | να αποχωρήσεις | αποχώρησε | ||
γ' ενικ. | αποχώρησε | θα αποχωρήσει | να αποχωρήσει | |||
α' πληθ. | αποχωρήσαμε | θα αποχωρήσουμε | να αποχωρήσουμε | |||
β' πληθ. | αποχωρήσατε | θα αποχωρήσετε | να αποχωρήσετε | αποχωρήστε | ||
γ' πληθ. | αποχώρησαν αποχωρήσαν(ε) |
θα αποχωρήσουν(ε) | να αποχωρήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποχωρήσει | είχα αποχωρήσει | θα έχω αποχωρήσει | να έχω αποχωρήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποχωρήσει | είχες αποχωρήσει | θα έχεις αποχωρήσει | να έχεις αποχωρήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποχωρήσει | είχε αποχωρήσει | θα έχει αποχωρήσει | να έχει αποχωρήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποχωρήσει | είχαμε αποχωρήσει | θα έχουμε αποχωρήσει | να έχουμε αποχωρήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποχωρήσει | είχατε αποχωρήσει | θα έχετε αποχωρήσει | να έχετε αποχωρήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποχωρήσει | είχαν αποχωρήσει | θα έχουν αποχωρήσει | να έχουν αποχωρήσει |
|