παραιτούμαι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
παραιτούμαι < αρχαία ελληνική < παρά + αιτούμαι.
ΡήμαΕπεξεργασία
παραιτούμαι
- εγκαταλείπω εκούσια τη δουλειά μου
- Του είπα πως είναι απαράδεκτο να με πληρώνουν μόνο 500 ευρώ, ενώ δουλεύω από το πρωί ως το βράδυ. Αμέσως μετά τον ενημέρωσα πως παραιτούμαι.
- εγκαταλείπω μια προσπάθεια
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
παραιτούμαι
|