Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραίτηση οι παραιτήσεις
      γενική της παραίτησης* των παραιτήσεων
    αιτιατική την παραίτηση τις παραιτήσεις
     κλητική παραίτηση παραιτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραιτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραίτηση < αρχαία ελληνική παραίτησις < παραιτῶ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραίτηση θηλυκό

  1. η οικειοθελής αποχώρηση από μια θέση εργασίας ή ένα αξίωμα
    υποβάλλω την παραίτησή μου
  2. η εγκατάλειψη μιας προσπάθειας
  3. η απώλεια της διάθεσης για νέες προσπάθειες
    η μελαγχολία τον οδήγησε σε παραίτηση από τη ζωή

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία