↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παραίτησῐς αἱ παραιτήσεις
      γενική τῆς παραιτήσεως τῶν παραιτήσεων
      δοτική τῇ παραιτήσει ταῖς παραιτήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παραίτησῐν τὰς παραιτήσεις
     κλητική ! παραίτησῐ παραιτήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παραιτήσει
γεν-δοτ τοῖν  παραιτησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραίτησις < παραιτέομαι / παραιτοῦμαι, παραιτη- + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε παρ- + αἴτησις.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παραίτησις θηλυκό

  1. έντονη προσευχή, ικεσία
  2. μεσολάβηση για κάτι, παράκληση για απαλλαγή από κάτι κακό
  3. (ελληνιστική σημασία) αποδοκιμασία, άρνηση
    ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: παραίτηση με διαφορετική σημασία

Συγγενικά

επεξεργασία