παραίτησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παραίτησῐς | αἱ | παραιτήσεις |
γενική | τῆς | παραιτήσεως | τῶν | παραιτήσεων |
δοτική | τῇ | παραιτήσει | ταῖς | παραιτήσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | παραίτησῐν | τὰς | παραιτήσεις |
κλητική ὦ! | παραίτησῐ | παραιτήσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παραιτήσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | παραιτησέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παραίτησις < παραιτέομαι / παραιτοῦμαι, παραιτη- + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε παρ- + αἴτησις.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαραίτησις θηλυκό
- έντονη προσευχή, ικεσία
- μεσολάβηση για κάτι, παράκληση για απαλλαγή από κάτι κακό
- (ελληνιστική σημασία) αποδοκιμασία, άρνηση
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: παραίτηση με διαφορετική σημασία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις παραιτοῦμαι, παρά και αἰτέω
Πηγές
επεξεργασία- παραίτησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παραίτησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.