Ετυμολογία

επεξεργασία
rezigno < rezign + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική rezigno rezignoj
αιτιατική rezignon rezignojn

rezigno (eo)

la ĉefministro anoncas sian rezignon
ο πρωθυπουργός ανακοινώνει την παραίτησή του